- λευκωματικά
- λευκωματικόςgood forneut nom/voc/acc plλευκωματικά̱ , λευκωματικόςgood forfem nom/voc/acc dualλευκωματικά̱ , λευκωματικόςgood forfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.